λευκοσίδηρος — ο λεπτό φύλλο σιδήρου που καλύπτεται από κασσίτερο, ο τενεκές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
λευκοσιδηρουργός — ο αυτός που κατασκευάζει είδη από λευκοσίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσίδηρος + ουργός (< ἔργον*). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιωαν. Ν. Λεβαδέα] … Dictionary of Greek
λευκοσιδηρούς — ά, ούν ο κατασκευασμένος από λευκοσίδηρο, τενεκεδένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσίδηρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
τενεκές — και ντενεκές, ο, Ν 1. λευκοσίδηρος 2. δοχείο κατασκευασμένο από λευκοσίδηρο 3. μτφ. (για πρόσ.) (με υβριστική σημ.) τιποτένιος, μηδαμινός («είναι τενεκές ξεγάνωτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. teneke] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
τενεκές — ο πληθ. έδες, και ντενεκές, ο (λ. τουρκ.) 1. ο λευκοσίδηρος. 2. δοχείο από λευκοσίδηρο: Τενεκές τυριού. 3. μτφ., άνθρωπος μηδαμινός, τιποτένιος: Άντε χάσου, τενεκέ! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)