λευκοσίδηρος

λευκοσίδηρος
Λεπτό έλασμα μαλακού χάλυβα καλυμμένο με στρώση κασσίτερου. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία τενεκές. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή δοχείων καθημερινής χρήσης και για πολλές άλλες εργασίες. Από τον 15o αι. χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία για τις ανάγκες της επιπλοποιίας. Ο λ. κατασκευαζόταν αρχικά με την επικασσιτέρωση των ελασμάτων μέσα σε λειωμένο κασσίτερο, αφού είχε προηγουμένως απαλλαγεί από τις σκουριές με την εμβάπτισή του σε αραιό οξύ. Μετά την επικασσιτέρωση, το έλασμα εμβαπτιζόταν σε λίπος, για να γίνει ανθεκτικότερο. Ο τρόπος αυτός εργασίας έχει σήμερα αντικατασταθεί από την ηλεκτρολυτική επικασσιτέρωση, η οποία κάνει ομοιόμορφη τη στρώση και αυτοματοποιεί την παραγωγή.
* * *
ο
λεπτό έλασμα από μαλακό χάλυβα, καλυμμένο με στρώμα κασσιτέρου, κν. τενεκές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fer blanc. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λευκοσίδηρος — ο λεπτό φύλλο σιδήρου που καλύπτεται από κασσίτερο, ο τενεκές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • λευκοσιδηρουργός — ο αυτός που κατασκευάζει είδη από λευκοσίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσίδηρος + ουργός (< ἔργον*). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιωαν. Ν. Λεβαδέα] …   Dictionary of Greek

  • λευκοσιδηρούς — ά, ούν ο κατασκευασμένος από λευκοσίδηρο, τενεκεδένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσίδηρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • τενεκές — και ντενεκές, ο, Ν 1. λευκοσίδηρος 2. δοχείο κατασκευασμένο από λευκοσίδηρο 3. μτφ. (για πρόσ.) (με υβριστική σημ.) τιποτένιος, μηδαμινός («είναι τενεκές ξεγάνωτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. teneke] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • τενεκές — ο πληθ. έδες, και ντενεκές, ο (λ. τουρκ.) 1. ο λευκοσίδηρος. 2. δοχείο από λευκοσίδηρο: Τενεκές τυριού. 3. μτφ., άνθρωπος μηδαμινός, τιποτένιος: Άντε χάσου, τενεκέ! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”